λατρεύω
[laˈtrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ευσα/-εψα; -εύτηκα; -εμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- λατρεύω θεότητα
- vergötternλατρεύω αγαπώ υπερβολικά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφλατρεύω αγαπώ υπερβολικά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ