λατινικός
[latiniˈkos], λατινική, λατινικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- lateinischλατινικόςλατινικός
examples
- Λατινική Αμερικήθηλυκό | Femininum, weiblich fLateinamerikaουδέτερο | Neutrum, sächlich n