„Λατινικά“: πληθυντικός ουδετέρου Λατινικά [latiniˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Latein Lateinουδέτερο | Neutrum, sächlich n Λατινικά Λατινικά