„λασπόχιονο“: ουδέτερο λασπόχιονο [lasˈpoçiono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schneematsch Schneematschαρσενικό | Maskulinum, männlich m λασπόχιονο λασπόχιονο