λασπόλουτρο
[lasˈpolutro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schlammbadουδέτερο | Neutrum, sächlich nλασπόλουτροSchlammschlachtθηλυκό | Femininum, weiblich fλασπόλουτρολασπόλουτρο