„λανθάνων“ λανθάνων [lanˈθanon], λανθάνουσα, λανθάνονεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) latent latent λανθάνων ιατρική | Medizinιατρ λανθάνων ιατρική | Medizinιατρ