λαιμαργία
[lemarˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gefräßigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fλαιμαργίαλαιμαργία
- Gierθηλυκό | Femininum, weiblich fλαιμαργία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφλαιμαργία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ