λαθρέμπορος
[laˈθremboros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schmugglerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fλαθρέμποροςλαθρέμπορος
- Schwarzhändlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fλαθρέμποροςλαθρέμπορος
examples
- λαθρέμπορος όπλωνWaffenschieberαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f