λαδόχαρτο
[laˈðoxarto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Butterbrotpapierουδέτερο | Neutrum, sächlich nλαδόχαρτοPergamentpapierουδέτερο | Neutrum, sächlich nλαδόχαρτολαδόχαρτο