„λαδόξιδο“: ουδέτερο λαδόξιδο [laˈðoksiðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Essig- und Ölständer Essig- und Ölständerαρσενικό | Maskulinum, männlich m λαδόξιδο λαδόξιδο