„λαγωνικό“: ουδέτερο λαγωνικό [laɣoniˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Windhund, Spürhund Windhundαρσενικό | Maskulinum, männlich m λαγωνικό λαγωνικό Spürhundαρσενικό | Maskulinum, männlich m λαγωνικό αστυνομίας λαγωνικό αστυνομίας