„λαβούρνο“: ουδέτερο λαβούρνο [laˈvurno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Goldregen Goldregenαρσενικό | Maskulinum, männlich m λαβούρνο βοτανική | Botanikβοτ λαβούρνο βοτανική | Botanikβοτ