λαβίδα
[laˈviða]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zangeθηλυκό | Femininum, weiblich fλαβίδα μεγάληλαβίδα μεγάλη
- Pinzetteθηλυκό | Femininum, weiblich fλαβίδα μικρήλαβίδα μικρή
examples
- λαβίδα για κύβους ζάχαρηςZuckerzangeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- λαβίδα σύσφιξης σωλήνωνRohrzangeθηλυκό | Femininum, weiblich f