λαβή
[laˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Griffαρσενικό | Maskulinum, männlich mλαβή χερούλιStielαρσενικό | Maskulinum, männlich mλαβή χερούλιλαβή χερούλι
- Henkelαρσενικό | Maskulinum, männlich mλαβή ποτηριούλαβή ποτηριού
examples
- λαβή κουταλιούLöffelstielαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- λαβή μασχάληςAchselgriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- λαβή μαχαιριούMessergriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples