„λίφτινγκ“: ουδέτερο λίφτινγκ [ˈliftiŋ(g)]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lifting Liftingουδέτερο | Neutrum, sächlich n λίφτινγκ λίφτινγκ