λίμνη
[ˈlimni]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Seeαρσενικό | Maskulinum, männlich mλίμνηλίμνη
- Teichαρσενικό | Maskulinum, männlich mλίμνη λιμνούλαλίμνη λιμνούλα
examples
- λίμνη αίματοςBlutlacheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- λίμνη με πάπιεςEntenteichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Λίμνηθηλυκό | Femininum, weiblich f της ΓενεύηςGenfer Seeαρσενικό | Maskulinum, männlich m