Greek-German translation for "λήθαργος"
"λήθαργος" German translation
ανοιξιάτικος λήθαργοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Frühjahrsmüdigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
ανοιξιάτικος λήθαργοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Thank you for your feedback!