„λέπι“: ουδέτερο λέπι [ˈlepi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schuppe Schuppeθηλυκό | Femininum, weiblich f λέπι λέπι examples λέπι ψαριού Fischschuppeθηλυκό | Femininum, weiblich f λέπι ψαριού