„λέβητας“: αρσενικό λέβητας [ˈlevitas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kessel (Dampf-, Heiz-)Kesselαρσενικό | Maskulinum, männlich m λέβητας τεχνική | Technikτεχν λέβητας τεχνική | Technikτεχν