„λάιτ-μοτίφ“: ουδέτερο λάιτ-μοτίφ [ˈlait-moˈtif]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leitmotiv Leitmotivουδέτερο | Neutrum, sächlich n λάιτ-μοτίφ μουσ λογοτεχνία | Literaturλογο λάιτ-μοτίφ μουσ λογοτεχνία | Literaturλογο