λάδωμα
[ˈlaðoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ölenουδέτερο | Neutrum, sächlich nλάδωμα επάλειψη με λάδιSchmierenουδέτερο | Neutrum, sächlich nλάδωμα επάλειψη με λάδιλάδωμα επάλειψη με λάδι
- Bestechungθηλυκό | Femininum, weiblich fλάδωμα δωροδοκία οικείο | umgangssprachlichοικλάδωμα δωροδοκία οικείο | umgangssprachlichοικ