„κύρτωση“: θηλυκό κύρτωση [ˈkjirtosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Krümmung, Wölbung Krümmungθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρτωση κύρτωση Wölbungθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρτωση βαθούλωμα κύρτωση βαθούλωμα