„Κύκλωπας“: αρσενικό Κύκλωπας [ˈkjiklopas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zyklop Zyklopαρσενικό | Maskulinum, männlich m Κύκλωπας μυθολογία | Mythologieμυθ Κύκλωπας μυθολογία | Mythologieμυθ