κύκλωμα
[ˈkjikloma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stromkreisαρσενικό | Maskulinum, männlich mκύκλωμα ηλεκτρολογία | Elektrizität, ElektrotechnikηλεκτρSchaltkreisαρσενικό | Maskulinum, männlich mκύκλωμα ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρκύκλωμα ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
- Szeneθηλυκό | Femininum, weiblich fκύκλωμα δίκτυοMilieuουδέτερο | Neutrum, sächlich nκύκλωμα δίκτυοκύκλωμα δίκτυο
examples
- κύκλωμα επικοινωνίας συνεδρίασης τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, TelekommunikationτηλεφKonferenzschaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κύκλωμα οδήγησης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υTreiberαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κύκλωμα υποκλοπής τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, TelekommunikationτηλεφFangschaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f