κόψιμο
[ˈkopsimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schneidenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκόψιμο τεμαχισμόςκόψιμο τεμαχισμός
- Schnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόψιμο ρούχουκόψιμο ρούχου
- Haarschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόψιμο μαλλιώνκόψιμο μαλλιών
- Schnittwundeθηλυκό | Femininum, weiblich fκόψιμο πληγήκόψιμο πληγή
- Fällenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόψιμο δέντρουκόψιμο δέντρου
- Aufhörenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκόψιμο μιας συνήθειαςAbgewöhnenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκόψιμο μιας συνήθειαςκόψιμο μιας συνήθειας
- Durchfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόψιμο ευκοιλιότητα οικείο | umgangssprachlichοικκόψιμο ευκοιλιότητα οικείο | umgangssprachlichοικ