κόσμημα
[ˈkozmima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schmuck(stück)Maskulinum, Neutrum in Klammern m(n)κόσμημαJuwelουδέτερο | Neutrum, sächlich nκόσμημακόσμημα
examples
- κοσμήματαSchmuck(sachen) m(fpl)Juwelenπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
- κοσμήματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl της μόδαςModeschmuckαρσενικό | Maskulinum, männlich m