„κόσκινο“: ουδέτερο κόσκινο [ˈkoskjino]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sieb (Mehl-)Siebουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόσκινο κόσκινο