„κόρα“: θηλυκό κόρα [ˈkora]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Brotrinde, Kruste, Schorf Brotrindeθηλυκό | Femininum, weiblich f κόρα ψωμιού κόρα ψωμιού Krusteθηλυκό | Femininum, weiblich f κόρα κ. πληγής κόρα κ. πληγής Schorfαρσενικό | Maskulinum, männlich m κόρα πληγής κόρα πληγής