„κόνδυλος“: αρσενικό κόνδυλος [ˈkonðilos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Knolle Knolleθηλυκό | Femininum, weiblich f κόνδυλος κόνδυλος