κόλπος
[ˈkolpos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Buchtθηλυκό | Femininum, weiblich fκόλπος θάλασσαςMeerbusenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόλπος θάλασσαςκόλπος θάλασσας
- Scheideθηλυκό | Femininum, weiblich fκόλπος ανατομία | AnatomieανατVaginaθηλυκό | Femininum, weiblich fκόλπος ανατομία | Anatomieανατκόλπος ανατομία | Anatomieανατ
- Schoßαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόλπος αγκαλιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκόλπος αγκαλιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ