κωπηλασία
[kopilaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rudernουδέτερο | Neutrum, sächlich nκωπηλασίαRudersportαρσενικό | Maskulinum, männlich mκωπηλασίακωπηλασία