κωμικότητα
[komiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Komikθηλυκό | Femininum, weiblich fκωμικότητακωμικότητα
examples
- κωμικότητα κατάστασηςSituationskomikθηλυκό | Femininum, weiblich f