κωδωνοκρουσία
[koðonokruˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Glockengeläutουδέτερο | Neutrum, sächlich nκωδωνοκρουσίακωδωνοκρουσία
examples
- κωδωνοκρουσίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplGlockenläutenουδέτερο | Neutrum, sächlich n