„κυτταρίνη“: θηλυκό κυτταρίνη [kjitaˈrini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zellstoff, Zellulose Zellstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m κυτταρίνη Zelluloseθηλυκό | Femininum, weiblich f κυτταρίνη κυτταρίνη