„κυρτώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κυρτώνομαι [kjirˈtonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich biegen, sich wölben sich biegen, sich wölben κυρτώνομαι κυρτώνομαι