Greek-German translation for "κυριαρχικός"

"κυριαρχικός" German translation

κυριαρχικός
[kjiriarçiˈkos], κυριαρχική, κυριαρχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Hoheits-
    κυριαρχικός δικαίωμα
    κυριαρχικός δικαίωμα
  • souverän
    κυριαρχικός εξουσία, κράτος
    κυριαρχικός εξουσία, κράτος
  • dominant
    κυριαρχικός εξουσιαστικός
    κυριαρχικός εξουσιαστικός
examples
  • κυριαρχικά δικαιώματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
    Hoheitsrechteπληθυντικός | Plural pl
    κυριαρχικά δικαιώματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
  • κυρίαρχο αρσενικόουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    Platzhirschαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    κυρίαρχο αρσενικόουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: