κυρίαρχος
[kjiˈriarxos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κυρίαρχη, κυρίαρχοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- souveränκυρίαρχοςκυρίαρχος
- grundlegendκυρίαρχος βασικόςκυρίαρχος βασικός
examples
- κυρίαρχη διάθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich fGrundstimmungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κυρίαρχη τάσηθηλυκό | Femininum, weiblich fGrundtendenzθηλυκό | Femininum, weiblich f