„κυρία“: θηλυκό κυρία [kjiˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dame, Frau, Herrin Dameθηλυκό | Femininum, weiblich f κυρία κυρία Frauθηλυκό | Femininum, weiblich f κυρία προσφώνηση κυρία προσφώνηση Herrinθηλυκό | Femininum, weiblich f κυρία ιδιοκτήτρια κυρία ιδιοκτήτρια examples κυρία …! Frau …! κυρία …! κυρίες και κύριοι! meine Damen und Herren! κυρίες και κύριοι!