„κυπριακός“ κυπριακός [kjipriaˈkos], κυπριακή, κυπριακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zypriotisch, zyprisch zypriotisch, zyprisch κυπριακός κυπριακός