„κυνόδοντας“: αρσενικό κυνόδοντας [kjiˈnoðondas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eckzahn, Reißzahn Eckzahnαρσενικό | Maskulinum, männlich m κυνόδοντας Reißzahnαρσενικό | Maskulinum, männlich m κυνόδοντας κυνόδοντας