„κυνηγώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα κυνηγώ [kjiniˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) jagen, verfolgen, wegjagen jagen κυνηγώ κυνηγώ verfolgen κυνηγώ καταδιώκω κυνηγώ καταδιώκω wegjagen κυνηγώ διώχνω κυνηγώ διώχνω