„κυμαίνομαι“: αποθετικό ρήμα κυμαίνομαι [kjiˈmenome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schwanken schwanken κυμαίνομαι τιμή, αριθμός, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ κυμαίνομαι τιμή, αριθμός, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ