„κυλινδρικός“ κυλινδρικός [kjilinðriˈkos], κυλινδρική, κυλινδρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zylindrisch zylindrisch κυλινδρικός κυλινδρικός