„κυκλάμινο“: ουδέτερο κυκλάμινο [kjiˈklamino]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Veilchen (Alpen-)Veilchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κυκλάμινο κυκλάμινο