„κυβόλιθος“: αρσενικό κυβόλιθος [kjiˈvoliθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pflasterstein Pflastersteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m κυβόλιθος κυβόλιθος