κυβίστηση
[kjiˈvistisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Überschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mκυβίστηση αθλητισμός | Sportαθλκυβίστηση αθλητισμός | Sportαθλ
Thank you for your feedback!