„κτύπος“: αρσενικό κτύπος [ˈktipos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlag, Klopfen Schlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m κτύπος Klopfenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κτύπος κτύπος examples κτύπος της καρδιάς Herzschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m κτύπος της καρδιάς