„κτισμένος“ κτισμένος [ktizˈmenos], κτισμένη, κτισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gebaut, bebaut gebaut κτισμένος οικοδομημένος κτισμένος οικοδομημένος bebaut κτισμένος οικόπεδο κτισμένος οικόπεδο