κτηνοτρόφος
[ktinoˈtrofos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Viehzüchterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκτηνοτρόφοςκτηνοτρόφος
- Züchterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκτηνοτρόφος για κάθε ζώοκτηνοτρόφος για κάθε ζώο