„κτηνοστάσιο“: ουδέτερο κτηνοστάσιο [ktinoˈstasio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stallung Stallungθηλυκό | Femininum, weiblich f κτηνοστάσιο κτηνοστάσιο